- αλλαντοπωλώ
- ἀλλαντοπωλῶ (-έω) (Α) [ἀλλαντοπώλης]πουλώ αλλαντικά, είμαι αλλαντοπώλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλαντοπώλης — ο (Α ἀλλαντοπώλης) αυτός που πουλάει αλλαντικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς ( ᾶντος) + πώλης < πωλῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλαντοπωλῶ (νεοελλ. αλλαντοπωλείο] … Dictionary of Greek